- ἐπιπόνων
- ἐπίπονοςpainfulmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιπονῶν — ἐπιπονέω toil on pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπιπονέω toil on pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
недоугъ — НЕДОУГ|Ъ (380), А с. Болезнь, страдание; порок: Въ мнозѣ бо брашьнѣ недɤгъ бываѥть. (νόσος) Изб 1076, 167; Брата прѣкрасьна˫а ваю страсти наша недѹгы ицѣлѧѥта. Стих 1156–1163, 100; въпаде въ недѹгъ лютъ. ЖФП XII, 41б; болѣзни вьс˫а и недѹгы… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek